- συμφερτος
- συμφερτόςσυμ-φερτός3объединенный, сплоченный
(ἀρετέ ἀνδρῶν Hom.)
Древнегреческо-русский словарь - М.: ГИИНС. Дворецкий И.Х.. 1958.
(ἀρετέ ἀνδρῶν Hom.)
Древнегреческо-русский словарь - М.: ГИИНС. Дворецкий И.Х.. 1958.
συμφερτός — united masc nom sg … Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)
συμφερτός — ή, όν, Α [συμφέρομαι] αυτός που έχει συγκεντρωθεί από πολλούς ή από πολλά σημεία (α. «συμφερτὴ θάλασσα», Νόνν. β. «συμφερταὶ λιβάδες», Νόνν.) … Dictionary of Greek
συμφερτά — συμφερτός united neut nom/voc/acc pl συμφερτά̱ , συμφερτός united fem nom/voc/acc dual συμφερτά̱ , συμφερτός united fem nom/voc sg (doric aeolic) … Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)
συμφερτόν — συμφερτός united masc acc sg συμφερτός united neut nom/voc/acc sg … Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)
συμφερταῖς — συμφερτός united fem dat pl … Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)
συμφερτοῖς — συμφερτός united masc/neut dat pl … Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)
συμφερτοί — συμφερτός united masc nom/voc pl … Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)
συμφερτούς — συμφερτός united masc acc pl … Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)
συμφερτῆς — συμφερτός united fem gen sg (attic epic ionic) … Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)
συμφερτῇ — συμφερτός united fem dat sg (attic epic ionic) … Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)
συμφερτή — συμφερτός united fem nom/voc sg (attic epic ionic) … Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)